- αυτοαγαθός
- αὐτοαγαθός, -ή, -όν (AM)1. ο απόλυτα αγαθός, η ίδια η αγαθότητα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αυτοαγαθόνη απόλυτη αγαθότητα, η ιδέα του αγαθού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοαγαθός — good in itself masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοαγαθά — αὐτοαγαθόν the ideal good neut nom/voc/acc pl αὐτοαγαθός good in itself neut nom/voc/acc pl αὐτοαγαθά̱ , αὐτοαγαθός good in itself fem nom/voc/acc dual αὐτοαγαθά̱ , αὐτοαγαθός good in itself fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αὐτοαγαθῶν — αὐτοαγαθόν the ideal good neut gen pl αὐτοαγαθός good in itself fem gen pl αὐτοαγαθός good in itself masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοαγαθόν — the ideal good neut nom/voc/acc sg αὐτοαγαθός good in itself masc acc sg αὐτοαγαθός good in itself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοαγαθοῦ — αὐτοαγαθόν the ideal good neut gen sg αὐτοαγαθός good in itself masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοαγαθῷ — αὐτοαγαθόν the ideal good neut dat sg αὐτοαγαθός good in itself masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)